Μήνυμα από τον ετοιμοθάνατο αποποιητή στην γερουσία
Δεν ξέρω πως ν'αρχίσω, πως να το πω δίχως να πληγώσω.
Μου μάθατε τα λόγια μου να τα μετρώ,
να δείχνω σεβασμό στους μεγαλυτέρους μου,
να μην αντιμιλάω, υπάκουος κι ευπειθής πάντοτε νά'μαι.
Και πάλι συγχωρέστε με, μα δεν ξέρω πως αλλιώς να σας το πω
πως σκλάβοι γινήκατε και φοβισμένοι.
Εσείς που για ήρωες μας μιλούσατε, στην ηρωϊκότητα των μύθων που σας πότισαν έρεισμα βρήκατε
και φοβηθήκατε ήρωες οι ίδιοι να γενείτε.
Κι εσείς που για κακουχίες όλο μιλούσατε και φτώχεια
τώρα τρέμετε και προτιμάτε τα παιδιά σας, ακόμη και τον πλανήτη τον ίδιο να θυσιάσετε
μη και σας λείψουν τα χημικά που μάθατε να ποτίζετε τα κορμιά σας και να τα λέτε φάρμακα,
μη και δεν έχετε καύσιμα να σύρετε τα σαπισμένα σας σκηνώματα πάνω στα σιδερένια κουτιά σας
σύμβολα της απαστράπτουσας οκνηρίας σας
σύμβολα της ύβρης σας προς την ανθρώπινη φύση.
Γι'αυτό και προτιμάτε σκλάβοι να μείνετε,
από εγωισμό και φόβο.
Λίγη αναίδεια μπορείτε να μου την συγχωρήσετε,
δεν έχω πρόθεση εξάλλου να γίνω ασεβής,
Δεν θα μου ταίριαζε άλλωστε,
αφού μεγάλωσα κι εγώ και η γενιά μου ολάκερη
χωρίς να μας λείψει τίποτε,
και τα παιδιά του σήμερα φύτρωσαν θαρρώ, δεν ανατράφηκαν,
αναιδή, ανυπάκουα, οκνηρά και απαιτητικά.
Μα πώς; Αφού τα είχαν όλα!
Και την τηλεόρασή τους,
και τα αυτοκίνητά τους, και τα ρούχα τους
με τις μάρκες τις πιο γνωστές επάνω!
Μα τους προσφέρατε τα πάντα! Και σχολειά, και φροντιστήρια απ'το πρωί μέχρι το βράδυ,
κι ένα μεγάλο άδειο, αποστειρωμένο, ιδιόκτητο σπίτι με κλειδαριές ασφαλείας να γυρνάνε το μεσημέρι από το σχολείο
και φούρνο μικροκυμάτων για να ζεσταίνουν το παγωμένο γεύμα τους,
κατεψυγμένο, και κινητό τηλέφωνο για να παραγγέλνουν απ'το ταχυφαγείο
ή και πότε πότε για να επικοινωνούμε και να ξέρουμε πως είναι ζωντανά
και πως το κορμί τους ακόμη αναπνέει.
Αυτά όμως με τι αχαριστία σας αντιμετωπίζουν!
Κι εσείς που με όλες σας τις δυνάμεις στηρίξατε έναν κόσμο
που να καταναλώνουν και δάνεια να παίρνουν όλοι θα μπορούν,
έναν κόσμο όμορφο που σκλάβοι μισθωτοί
και βίδες χρήσιμες μιας μηχανής μεγάλης
όλοι μπορούν να ονειρευτούν ότι κάποια μέρα θα γενούν,
τώρα αντιμέτωποι βρίσκεστε με την αχαριστία.
Κι εμείς ανεπίδεκτοι κι απελέκητοι μένουμε ακόμα.
Συγχωρέστε μας που την μανία σας για κέρδος κι επιτυχία με αντίτιμο της φύσης την καταστροφή δεν συμμεριστήκαμε,
που φωτιές ονειρευόμαστε να καίνε τους ναούς σας και τα αγάλματά σας (κάποιοι τα λένε ακόμα τράπεζες και πολυκαταστήματα)
Εμείς οι άπλυτοι τεμπέληδες που προτιμάμε να φυτεύουμε,
να χασκογελάμε και με την τέχνη να κάνουμε έρωτα,
κι ούτε λόγο για καριέρα, λεφτά κι επιτυχία.
Μα πώς θα πάει μπροστά έτσι η κοινωνία;
Πως θα επέλθει η ανάπτυξις;
Εσείς το ξέρω, κάνατε ό,τι καλύτερο μπορούσατε.
Και τώρα πάλι, ό,τι καλύτερο μπορείτε κάνετε
διότι δεν γίνεται να αφήσετε τα χαλινάρια
αφού ξέρετε καλύτερα, σας έχει διδάξει η εμπειρία της ζωής,
και πάτε πάλι να μας σώσετε·
πάλι για το καλό μας μάς λέτε να σιωπήσουμε,
να κάνουμε λιγάκι υπομονή, ως που να μπορέσετε πάλι
να αρχίσετε να παράγετε, να κάνετε καριέρες
και σωτήρες καινούριους να μας φέρετε.
Μας θέλετε άγληνους κι άλαλους,
όχι αγνώμονες και αχρείους όπως από λάθος ξεφύτρωσε
η πιο τυχερή γενιά που γνώρισε η ανθρωπότητα,
η γενιά που τά'χε όλα,
όπως με στόμφο μας λέει χρόνια τώρα η δική σας η γενιά
αποτελούμενη από σώφρονες, εργατικούς, φιλήσυχους ανθρώπους
-θά'ταν ασεβές, αυτό είναι βέβαιο, να πει κανείς "πειθήνιους", "δουλοπρεπείς" και "φοβισμένους"-.
ΝΓ
Μου μάθατε τα λόγια μου να τα μετρώ,
να δείχνω σεβασμό στους μεγαλυτέρους μου,
να μην αντιμιλάω, υπάκουος κι ευπειθής πάντοτε νά'μαι.
Και πάλι συγχωρέστε με, μα δεν ξέρω πως αλλιώς να σας το πω
πως σκλάβοι γινήκατε και φοβισμένοι.
Εσείς που για ήρωες μας μιλούσατε, στην ηρωϊκότητα των μύθων που σας πότισαν έρεισμα βρήκατε
και φοβηθήκατε ήρωες οι ίδιοι να γενείτε.
Κι εσείς που για κακουχίες όλο μιλούσατε και φτώχεια
τώρα τρέμετε και προτιμάτε τα παιδιά σας, ακόμη και τον πλανήτη τον ίδιο να θυσιάσετε
μη και σας λείψουν τα χημικά που μάθατε να ποτίζετε τα κορμιά σας και να τα λέτε φάρμακα,
μη και δεν έχετε καύσιμα να σύρετε τα σαπισμένα σας σκηνώματα πάνω στα σιδερένια κουτιά σας
σύμβολα της απαστράπτουσας οκνηρίας σας
σύμβολα της ύβρης σας προς την ανθρώπινη φύση.
Γι'αυτό και προτιμάτε σκλάβοι να μείνετε,
από εγωισμό και φόβο.
Λίγη αναίδεια μπορείτε να μου την συγχωρήσετε,
δεν έχω πρόθεση εξάλλου να γίνω ασεβής,
Δεν θα μου ταίριαζε άλλωστε,
αφού μεγάλωσα κι εγώ και η γενιά μου ολάκερη
χωρίς να μας λείψει τίποτε,
και τα παιδιά του σήμερα φύτρωσαν θαρρώ, δεν ανατράφηκαν,
αναιδή, ανυπάκουα, οκνηρά και απαιτητικά.
Μα πώς; Αφού τα είχαν όλα!
Και την τηλεόρασή τους,
και τα αυτοκίνητά τους, και τα ρούχα τους
με τις μάρκες τις πιο γνωστές επάνω!
Μα τους προσφέρατε τα πάντα! Και σχολειά, και φροντιστήρια απ'το πρωί μέχρι το βράδυ,
κι ένα μεγάλο άδειο, αποστειρωμένο, ιδιόκτητο σπίτι με κλειδαριές ασφαλείας να γυρνάνε το μεσημέρι από το σχολείο
και φούρνο μικροκυμάτων για να ζεσταίνουν το παγωμένο γεύμα τους,
κατεψυγμένο, και κινητό τηλέφωνο για να παραγγέλνουν απ'το ταχυφαγείο
ή και πότε πότε για να επικοινωνούμε και να ξέρουμε πως είναι ζωντανά
και πως το κορμί τους ακόμη αναπνέει.
Αυτά όμως με τι αχαριστία σας αντιμετωπίζουν!
Κι εσείς που με όλες σας τις δυνάμεις στηρίξατε έναν κόσμο
που να καταναλώνουν και δάνεια να παίρνουν όλοι θα μπορούν,
έναν κόσμο όμορφο που σκλάβοι μισθωτοί
και βίδες χρήσιμες μιας μηχανής μεγάλης
όλοι μπορούν να ονειρευτούν ότι κάποια μέρα θα γενούν,
τώρα αντιμέτωποι βρίσκεστε με την αχαριστία.
Κι εμείς ανεπίδεκτοι κι απελέκητοι μένουμε ακόμα.
Συγχωρέστε μας που την μανία σας για κέρδος κι επιτυχία με αντίτιμο της φύσης την καταστροφή δεν συμμεριστήκαμε,
που φωτιές ονειρευόμαστε να καίνε τους ναούς σας και τα αγάλματά σας (κάποιοι τα λένε ακόμα τράπεζες και πολυκαταστήματα)
Εμείς οι άπλυτοι τεμπέληδες που προτιμάμε να φυτεύουμε,
να χασκογελάμε και με την τέχνη να κάνουμε έρωτα,
κι ούτε λόγο για καριέρα, λεφτά κι επιτυχία.
Μα πώς θα πάει μπροστά έτσι η κοινωνία;
Πως θα επέλθει η ανάπτυξις;
Εσείς το ξέρω, κάνατε ό,τι καλύτερο μπορούσατε.
Και τώρα πάλι, ό,τι καλύτερο μπορείτε κάνετε
διότι δεν γίνεται να αφήσετε τα χαλινάρια
αφού ξέρετε καλύτερα, σας έχει διδάξει η εμπειρία της ζωής,
και πάτε πάλι να μας σώσετε·
πάλι για το καλό μας μάς λέτε να σιωπήσουμε,
να κάνουμε λιγάκι υπομονή, ως που να μπορέσετε πάλι
να αρχίσετε να παράγετε, να κάνετε καριέρες
και σωτήρες καινούριους να μας φέρετε.
Μας θέλετε άγληνους κι άλαλους,
όχι αγνώμονες και αχρείους όπως από λάθος ξεφύτρωσε
η πιο τυχερή γενιά που γνώρισε η ανθρωπότητα,
η γενιά που τά'χε όλα,
όπως με στόμφο μας λέει χρόνια τώρα η δική σας η γενιά
αποτελούμενη από σώφρονες, εργατικούς, φιλήσυχους ανθρώπους
-θά'ταν ασεβές, αυτό είναι βέβαιο, να πει κανείς "πειθήνιους", "δουλοπρεπείς" και "φοβισμένους"-.
ΝΓ
0 Comments:
Post a Comment
<< Home